καταμάρπτω

καταμάρπτω
καταμάρπτω (Α)
1. (για τα γερατειά ή τον θάνατο και άλλα δεινά) καταλαμβάνω
2. συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μάρπτω «συλλαμβάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταμάρψῃ — καταμάρπτω catch aor subj mid 2nd sg καταμάρπτω catch aor subj act 3rd sg καταμάρπτω catch fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμάρψαι — καταμάρπτω catch aor inf act καταμάρψαῑ , καταμάρπτω catch aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμαρφθῆναι — καταμάρπτω catch aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμάρψων — καταμάρπτω catch fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμάρψωσιν — καταμάρπτω catch aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρπτε — καταμάρπτω catch imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρψα — καταμάρπτω catch aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρψαν — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρψε — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρψεν — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”